- δοκιμαστήρας
- ο (Α δοκιμαστήρ) [δοκιμάζω]νεοελλ.1. όργανο με το οποίο δοκιμάζεται η αντοχή τών μετάλλων2. όργανο με το οποίο γίνεται δοκιμασία, εξέταση υλικών, τροφίμων κ.λπ.αρχ.ο δοκιμαστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοκιμαστήρας — ο όργανο που χρησιμοποιείται για να δοκιμάζεται η αντοχή των μετάλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμαστῆρας — δοκιμαστήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)